- πυγμαχίῃ
- πυγμαχίαboxingfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυγμαχία — η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [πυγμάχος] άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική τού οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π.… … Dictionary of Greek